Μέρα Μαγιού μου μίσεψες

VI

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

Και μούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.

Γιάννης, Ρίτσος, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, 1936

ΗΤΑΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΑΚΡΙΒΩΣ 75 ΧΡΟΝΙΑ: συγκλονισμένος από το θρήνο της μάνας ενός 25χρονου που σκότωσε η χωροφυλακή στη μαγιάτικη απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε αμέσως ένα από τα σημαντικότερα έργα του: τον «Επιτάφιο».Το βιβλίο απαγορεύθηκε από τη δικτατορία Μεταξά και αντίτυπά του κάηκαν μπρος στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να επανεκδοθεί και το 1956 ο ποιητής το έστειλε στον Μίκη Θεοδωράκη, που σπούδαζε μουσική στο Παρίσι. Ηταν μια βροχερή μέρα του 1958 όταν ο τελευταίος διάβαζε το έργο, περιμένοντας μέσ’ στο αυτοκίνητο τη γυναίκα του, Μυρτώ, να ψωνίσει στο ελληνικό μπακάλικο. Ο οίστρος όμως δεν περίμενε: και το ίδιο εκείνο απόγευμα μελοποίησε τα περισσότερα ποιήματα.
Επρεπε να περάσουν ακόμα δύο χρόνια για να ενορχηστρώσει ο Μάνος Χατζιδάκις μερικά από αυτά και να τα ηχογραφήσει στην αυγουστιάτικη Αθήνα του 1960, με τη Νάνα Μούσχουρη σε μια από τις καλύτερες στιγμές της. Ο δεκαπεντασύλλαβος της λαϊκής ποίησης παντρεύτηκε με κελαρυστές μελωδίες κρητικής, επτανησιακής αλλά και βυζαντινής καταγωγής. Ομως ο Θεοδωράκης, που είχε επιστρέψει πλέον στην Ελλάδα, αναζητούσε κάτι αδρότερο για να συνεγείρει τον λαϊκό κόσμο. Ετσι αποφάσισε την αναπάντεχη ηχογράφηση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη στην Columbia.

****************************************************

Σύνθεση: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Σε βρίσκει η ποίηση

(απόσπασμα)

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΑΡΩΤΙΕΣΑΙ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ  
που για πρώτη φορά αντικρίζεις
για πράγματα χιλιοειπωμένα που έχουν πια περάσει
για πράγματα που ξαφνιάζουν κι ας γίνονται κάθε μέρα
για πράγματα που έλεγες δε θα συμβούν ποτέ
και τώρα συμβαίνουν μπρος στα μάτια σου

γι’ άλλα που επαναλαμβάνονται μ’ ελάχιστες παραλλαγές
για πράγματα που πουλιούνται
μόλις πιάσουν κατάλληλη τιμή
για πράγματα που σάπισαν με το πέρασμα του καιρού
ή που ήσαν σάπια απ’ την αρχή και δεν το έβλεπες
εκεί που απορείς για πράγματα που μπόρεσες να κάνεις
για πράγματα σοβαρά ή ανόητα που ρίσκαρες τη ζωή σου
για πράγματα σημαντικά που τα κατάλαβες αργότερα
για πράγματα που τα φοβήθηκες
κι απέφυγες ν’ αναλάβεις

για πράγματα που τα προγραμμάτισες και δε σου βγήκαν
γι’ άλλα που τα σχεδίασαν άλλοι και βγήκαν διαφορετικά
για πράγματα που σου έτυχαν χωρίς να τα περιμένεις
για πράγματα που μόνο τα ονειρεύτηκες
και κάποτε, μία στις χίλιες πραγματώθηκαν…

ΕΚΕΙ ΑΠΑΝΩ ΣΕ ΒΡΙΣΚΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ.

ΕΚΕΙ ΠΑΝΩ ΠΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΖΕΣΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ
πόσο ανοίχτηκες στους άλλους για να σε δεχτούν

πόσο επιδείχτηκες στο κοινό για να τους αρέσεις
πώς κλείστηκες τόσο πολύ για να προστατευτείς
σε τι έφταιξες σ’ εκείνους που σ’ απέρριψαν
για πόσο καιρό τ’ ανέβαλλες κι εσύ να τους απορρίψεις
πότε έδωσες ένα στήριγμα σε κάποιον που το χρειαζόταν
πότε εγκατέλειψες τον άνθρωπο που σε είχε ανάγκη

πόσο αντέδρασες όταν έβλεπες να πλουτίζουν
αυτοί που έλεγαν ότι μάχονται για τους φτωχούς
όταν άκουγες να δημηγορούν υπέρ των αδικημένων
εκείνοι που αδικούσαν έχοντας πάντα δίκιο
πόσο ενίσχυσες αυτούς που τους προσφέρθηκες
να σε δυναστεύουν

πόσο με τη δράση σου βοήθησες ν’ ανατραπούν
ως πότε απόλυτα δεχόσουν τις μονολιθικές αλήθειες
πόσο αντιπάλεψες την κάθε φορά ακράδαντή σου πίστη
για πόσο φερόσουν σαν πιστός ενώ πια δεν πίστευες
πόσο αφέθηκες στις παρορμήσεις σου, πόσο τις δάμασες
πόσο προχώρησε η γνώση σου, πόσο δοκιμάστηκε

ως πού κατόρθωσε να φτάσει η πράξη σου, πού στόμωσε
πόσο άργησες ή πόσο βιάστηκες για μια κρίσιμη
απόφαση…

ΕΚΕΙ ΑΠΑΝΩ ΣΕ ΒΡΙΣΚΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ.

 

Τίτος Πατρίκιος, ΣΕ ΒΡΙΣΚΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ, Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα

 

https://www.youtube.com/watch?v=KuDpHzs-0FQ

Lady Lazarus

I have done it again.
One year in every ten
I manage it--

A sort of walking miracle, my skin
Bright as a Nazi lampshade,
My right foot

A paperweight,
My face a featureless, fine
Jew linen.

Peel off the napkin
O my enemy.
Do I terrify?--

The nose, the eye pits, the full set of teeth?
The sour breath
Will vanish in a day.

Soon, soon the flesh
The grave cave ate will be
At home on me

And I a smiling woman.
I am only thirty.
And like the cat I have nine times to die.

This is Number Three.
What a trash
To annihilate each decade.

What a million filaments.
The peanut-crunching crowd
Shoves in to see

Them unwrap me hand and foot--
The big strip tease.
Gentlemen, ladies

These are my hands
My knees.
I may be skin and bone,

Nevertheless, I am the same, identical woman.
The first time it happened I was ten.
It was an accident.

The second time I meant
To last it out and not come back at all.
I rocked shut

As a seashell.
They had to call and call
And pick the worms off me like sticky pearls.

Dying
Is an art, like everything else.
I do it exceptionally well.

I do it so it feels like hell.
I do it so it feels real.
I guess you could say I've a call.

It's easy enough to do it in a cell.
It's easy enough to do it and stay put.
It's the theatrical

Comeback in broad day
To the same place, the same face, the same brute
Amused shout:

'A miracle!'
That knocks me out.
There is a charge

For the eyeing of my scars, there is a charge
For the hearing of my heart--
It really goes.

And there is a charge, a very large charge
For a word or a touch
Or a bit of blood

Or a piece of my hair or my clothes.
So, so, Herr Doktor.
So, Herr Enemy.

I am your opus,
I am your valuable,
The pure gold baby

That melts to a shriek.
I turn and burn.
Do not think I underestimate your great concern.

Ash, ash--
You poke and stir.
Flesh, bone, there is nothing there--

A cake of soap, 
A wedding ring,
A gold filling.

Herr God, Herr Lucifer
Beware
Beware.

Out of the ash
I rise with my red hair
And I eat men like air.

Sylvia Plath, 23-29 October 1962

 

http://www.youtube.com/watch?v=LkK2fwZfVjA

Το Μονόγραμμα

Θα πενθώ πάντα — μ’ ακούς; — γιά σένα,
μόνος, στον Παράδεισο

Ι

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τους φράχτες
Την ανεμώνα πού κάθισε στο χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές το μωβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο , τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα πού βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα και μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σού μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά –κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τί» και το «έ»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, και το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία πού το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ ’ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι πού τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς

Σού κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μάς θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μάς κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μάς ρίξει

Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ ’ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει — ακούς;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

V

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τί νά ’ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου νά ’ρθω
Πού δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Πού κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα, ούτε η γερόντισσα m’όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μες στο σώμα και πού τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

VI.

Έχω δει πολλά και η Γή μες απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας

Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Να ’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί

Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου !

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και το γκιοuλ-μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Οδυσσέας Ελύτης, Το Μονόγραμμα, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

http://www.youtube.com/watch?v=j_2pyNuL0_A

Διαβάζει: Καριυοφυλλιά Καραμπέτη

************************

http://www.youtube.com/watch?v=GnnK9LYD-XU

Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Απολείπειν ο θεός Aντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

Κωνσταντίνος Καβάφης, Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984

https://www.youtube.com/watch?v=8PCfkN4bVew

Μουσική: Δήμος Μούτσης
Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

********************

Διασκευή του ποιήματος και μελοποίηση από τον Leonard Cohen

*********************

http://www.youtube.com/watch?v=bSUpYpqZjjM

Διαβάζει: Δημήτρης Χορν

********************

http://www.youtube.com/watch?v=5G8fIOckLQo

Διαβάζει: Έλλη Λαμπέτη

********************

https://www.youtube.com/watch?v=HKYzB8odfXE

Διαβάζει: Γρηγόρης Βαλτινός

Σπασμένο καράβι

Σπασμένο καράβι να `μαι πέρα βαθιά
έτσι να `μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι

Να `ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω

Να `ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να `ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε

Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι

Έτσι να `μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να `μαι
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι

 

Γιάννης Σκαρίμπας

https://www.youtube.com/watch?v=O6nLChp_lfI

Μουσική: Γιάννης Σπανός

Ερμηνεία: Κώστας Καράλης

 

The raven

Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`’Tis some visitor,’ I muttered, `tapping at my chamber door –
Only this, and nothing more.’

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; – vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow – sorrow for the lost Lenore –
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore –
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me – filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`’Tis some visitor entreating entrance at my chamber door –
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; –
This it is, and nothing more,’

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,’ said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you’ – here I opened wide the door; –
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!’
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!’
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,’ said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore –
Let my heart be still a moment and this mystery explore; –
‘Tis the wind and nothing more!’

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door –
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door –
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,’ I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore –
Tell me what thy lordly name is on the Night’s Plutonian shore!’
Quoth the raven, `Nevermore.’

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning – little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door –
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.’

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered – not a feather then he fluttered –
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before –
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.’
Then the bird said, `Nevermore.’

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,’ said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore –
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of «Never-nevermore.»‘

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore –
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.’

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom’s core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion’s velvet lining that the lamp-light gloated o’er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o’er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,’ I cried, `thy God hath lent thee – by these angels he has sent thee
Respite – respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!’
Quoth the raven, `Nevermore.’

`Prophet!’ said I, `thing of evil! – prophet still, if bird or devil! –
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted –
On this home by horror haunted – tell me truly, I implore –
Is there – is there balm in Gilead? – tell me – tell me, I implore!’
Quoth the raven, `Nevermore.’

`Prophet!’ said I, `thing of evil! – prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us – by that God we both adore –
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore –
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?’
Quoth the raven, `Nevermore.’

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!’ I shrieked upstarting –
`Get thee back into the tempest and the Night’s Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! – quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!’
Quoth the raven, `Nevermore.’

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming,
And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted – nevermore!

Edgar Allan Poe

https://www.youtube.com/watch?v=ofSOul1NB8Q

Η πιο όμορφη θάλασσα

Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.

Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα. (δις)

Κι ό, τι πιο όμορφο,
Κι ό, τι πιο όμορφο θα ‘θελα να σου πω,
Δε στο ‘πα ακόμα, δε στο ‘πα ακόμα.

Η πιο όμορφη θάλασσα …

Τις πιο όμορφες μέρες, …

Κι ό,τι πιο όμορφο …

(Γράμματα στην αγαπημένη – 1983 )

Ναζίμ Χικμέτ

https://www.youtube.com/watch?v=-U1WlbnoXKc

Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική & Ερμηνεία: Μάνος Λοΐζος

T. S. Eliot – The Love Song of J. Alfred Prufrock

S’io credesse che mia risposta fosse
A persona che mai tornasse al mondo,
Questa fiamma staria senza piu scosse.
Ma perciocche giammai di questo fondo
Non torno vivo alcun, s’i’odo il vero,
Senza tema d’infamia ti rispondo.
 

Let us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
Like a patient etherized upon a table;
Let us go, through certain half-deserted streets,
The muttering retreats
Of restless nights in one-night cheap hotels
And sawdust restaurants with oyster-shells:
Streets that follow like a tedious argument
Of insidious intent
To lead you to an overwhelming question. . .                               10
Oh, do not ask, «What is it?»
Let us go and make our visit.

In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.

The yellow fog that rubs its back upon the window-panes
The yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes
Licked its tongue into the corners of the evening
Lingered upon the pools that stand in drains,
Let fall upon its back the soot that falls from chimneys,
Slipped by the terrace, made a sudden leap,                               20
And seeing that it was a soft October night
Curled once about the house, and fell asleep.

And indeed there will be time
For the yellow smoke that slides along the street,
Rubbing its back upon the window-panes;
There will be time, there will be time
To prepare a face to meet the faces that you meet;
There will be time to murder and create,
And time for all the works and days of hands
That lift and drop a question on your plate;                                30
Time for you and time for me,
And time yet for a hundred indecisions
And for a hundred visions and revisions
Before the taking of a toast and tea.

In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.

And indeed there will be time
To wonder, «Do I dare?» and, «Do I dare?»
Time to turn back and descend the stair,
With a bald spot in the middle of my hair—                               40
[They will say: «How his hair is growing thin!»]
My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,
My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—
[They will say: «But how his arms and legs are thin!»]
Do I dare
Disturb the universe?
In a minute there is time
For decisions and revisions which a minute will reverse.

For I have known them all already, known them all;
Have known the evenings, mornings, afternoons,                       50
I have measured out my life with coffee spoons;
I know the voices dying with a dying fall
Beneath the music from a farther room.
So how should I presume?

And I have known the eyes already, known them all—
The eyes that fix you in a formulated phrase,
And when I am formulated, sprawling on a pin,
When I am pinned and wriggling on the wall,
Then how should I begin
To spit out all the butt-ends of my days and ways?                    60
And how should I presume?

And I have known the arms already, known them all—
Arms that are braceleted and white and bare
[But in the lamplight, downed with light brown hair!]
Is it perfume from a dress
That makes me so digress?
Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.
And should I then presume?
And how should I begin?
.     .     .     .     .

Shall I say, I have gone at dusk through narrow streets              70
And watched the smoke that rises from the pipes
Of lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows? . . .

I should have been a pair of ragged claws
Scuttling across the floors of silent seas.
.     .     .     .     .

And the afternoon, the evening, sleeps so peacefully!
Smoothed by long fingers,
Asleep . . . tired . . . or it malingers,
Stretched on the floor, here beside you and me.
Should I, after tea and cakes and ices,
Have the strength to force the moment to its crisis?                  80
But though I have wept and fasted, wept and prayed,
Though I have seen my head (grown slightly bald) brought in upon a platter,
I am no prophet–and here’s no great matter;
I have seen the moment of my greatness flicker,
And I have seen the eternal Footman hold my coat, and snicker,
And in short, I was afraid.

And would it have been worth it, after all,
After the cups, the marmalade, the tea,
Among the porcelain, among some talk of you and me,
Would it have been worth while,                                             90
To have bitten off the matter with a smile,
To have squeezed the universe into a ball
To roll it toward some overwhelming question,
To say: «I am Lazarus, come from the dead,
Come back to tell you all, I shall tell you all»
If one, settling a pillow by her head,
Should say, «That is not what I meant at all.
That is not it, at all.»

And would it have been worth it, after all,
Would it have been worth while,                                           100
After the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,
After the novels, after the teacups, after the skirts that trail along the floor—
And this, and so much more?—
It is impossible to say just what I mean!
But as if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen:
Would it have been worth while
If one, settling a pillow or throwing off a shawl,
And turning toward the window, should say:
«That is not it at all,
That is not what I meant, at all.»                                          110
.     .     .     .     .

No! I am not Prince Hamlet, nor was meant to be;
Am an attendant lord, one that will do
To swell a progress, start a scene or two
Advise the prince; no doubt, an easy tool,
Deferential, glad to be of use,
Politic, cautious, and meticulous;
Full of high sentence, but a bit obtuse;
At times, indeed, almost ridiculous—
Almost, at times, the Fool.

I grow old . . . I grow old . . .                                              120
I shall wear the bottoms of my trousers rolled.

Shall I part my hair behind? Do I dare to eat a peach?
I shall wear white flannel trousers, and walk upon the beach.
I have heard the mermaids singing, each to each.

I do not think they will sing to me.

I have seen them riding seaward on the waves
Combing the white hair of the waves blown back
When the wind blows the water white and black.

We have lingered in the chambers of the sea
By sea-girls wreathed with seaweed red and brown               130
Till human voices wake us, and we drown.

Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ

Πάμε λοιπόν εσύ κι εγώ,
καθώς απλώνεται το δειλινό στην ουρανό
Σαν ναρκωμένος με αιθέρα ασθενής στο χειρουργείο.
Πάμε, μέσ’ από κάποια μισοέρημα στενά,
Αποτραβιούνται τα μουρμουρητά τα σιγανά
Των χωρίς ησυχία
Νυχτών σε μιας βραδιάς φτηνά ξενοδοχεία
Και ρεστοράν με πριονίδια και κελύφη από στρείδια :
Στενά, που σαν συζήτηση ανιαρή τραβάνε
Με στόχο δόλιο να σε πάνε
Σε μια ανυπόφορη αμφιβολία …
Ω, μη ρωτάς «Τι είναι αυτή η σκέψη;»
Ας κάνουμε, έλα, την επίσκεψη.

Μες στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και για τον Μικελάντζελο μιλάνε.
Η κίτρινη ομίχλη που τη ράχη της τρίβει στα τζάμια,
Η κίτρινη ομίχλη που τρίβει το μουσούδι της στα τζάμια,
Γλείφτηκε στις γωνιές του απογεύματος,
Και χασομέρησε στις λίμνες κάτω απ’ τις υδρορροές
Άφησε πάνω της να πέσει η αιθάλη απ’ τις καπνοδόχους,
Γλίστρησε απ’ την ταράτσα μ’ έναν πήδο ξαφνικά,
Και, βλέποντας πως ήταν ένα ήπιο βράδυ του Οκτώβρη,
Γύρω απ’ το σπίτι κουλουριάστηκε κι αποκοιμήθηκε βαθιά.

Κι αλήθεια, θα υπάρξει χρόνος
Για την κίτρινη καπνιά που γλιστρά κατά μήκος του δρόμου
Τρίβοντας τη ράχη της πάνω στα τζάμια
Θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς
Θα υπάρξει χρόνος να καταστρέψεις και να δημιουργήσεις,
Και χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες των χεριών
Που υψώνονται και σου σεβίρουν μια ερώτηση στο πιάτο
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα,
Και χρόνος για αμέτρητα διλήμματα,
Και για εκατοντάδες θεωρήσεις κι αναθεωρήσεις,
Πριν απ’ το τσάι και τα βουτήματα.

Μες στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και για τον Μικελάντζελο μιλάνε.

Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Να αναρωτηθώ «Τολμώ; Τολμώ;»
Χρόνος για να γυρίσω, τα σκαλιά να κατεβώ,
Μ’ ένα σημείο φαλακρό στη μέση του κρανίου μου –
(Θα πουν: «Α, πώς αδυνατίζουν τα μαλλιά του!»)
Το πρωινό παλτό μου, το κολάρο μου σφιγμένο κάτω απ’ το πιγούνι,
Ο λαιμοδέτης μου πλούσιος και σεμνός, στερεωμένος όμως
από μια απλή καρφίτσα –
(Θα πουν: «Μα πόσο είναι αδύνατα τα χέρια και τα πόδια του!»)
Τολμώ
Να ενοχλώ το σύμπαν;

Σε μια στιγμή υπάρχει χρόνος
Για αποφάσεις κι αναθεωρήσεις που μια στιγμή θα ανατρέψει.

Διότι γνωρίζοντάς τα ήδη όλα αυτά, γνωρίζοντάς τα όλα αυτά –
Γνωρίζοντας τ’ απογεύματα, τ’ απομεσήμερα, τα πρωινά,
Έχω μετρήσει τη ζωή μου με κουταλάκια του καφέ
Γνωρίζω τις φωνές που χάνονται σε θανάσιμης πτώσης εφέ
Πίσω απ’ τη μουσική, από ένα μακρινό δωμάτιο.
Λοιπόν, πώς θα τολμούσα;

Κι έχω ήδη γνωρίσει τα μάτια, γνωρίζοντάς τα όλ’ αυτά –
Τα μάτια που σε καθηλώνουν σε μια φράση τυπική,
Κι εφόσον είμαι τυπικός και ισορροπώ πάνω σε μια καρφίτσα,
Κι εφόσον είμαι καρφιτσωμένος και συστρέφομαι στον τοίχο,
Λοιπόν, πώς θ’ άρχιζα
Να φτύνω τα υπολείμματα των ημερών μου και των τρόπων;
Και θα τολμούσα πώς;

Κι έχω ήδη γνωρίσει τα χέρια, γνωρίζοντάς τα όλ’ αυτά –
Χέρια με μπρασελέ και άσπρα και γυμνά
(Μα κι απλωμένα στο φως της λάμπας, με χνούδι ανοιχτόχρωμο!)
Να’ ναι το άρωμα από φουστάνι
Που έτσι να παρεκτρέπομαι μα κάνει;
Χέρια αφημένα στο τραπέζι, ή τυλιγμένα σ’ ένα σάλι.
Πώς θα τολμούσα, λοιπόν;
Και πώς θα άρχιζα;

Θα πω, έχω περάσει, σούρουπο από δρομάκια
Και είδα τον καπνό που ανεβαίνει απ’ τις πίπες
Μοναχικών ανθρώπων, με πουκάμισα, γερμένων στα παράθυρα;
Θα πρέπει να’ μουν δυο τραχιές δαγκάνες οστρακόδερμου
Που διατρέχουν τον πυθμένα σιωπηλών ωκεανών.

Και το απομεσήμερο, τ’ απόγευμα κοιμάται τόσο ειρηνικά!
Κατευνασμένο από δάχτυλα μακριά,
Σε νάρκη… κουρασμένο… ή προσποιούμενο αδιαθεσία,
Απλωμένο στο δάπεδο, εδώ, ανάμεσα σε σένα και σε μένα.
Θα’ πρεπε μετά το τσάι και τα κέικ και τ’ αναψυκτικά
Να’ χω το σθένος να εξωθήσω τη στιγμή στην κρίση της;
Όμως, κι αν θρήνησα και νήστεψα, και θρήνησα και προσευχήθηκα,
Κι αν είδα το κεφάλι μου (που φαλακραίνει)
φερμένο πάνω σ’ ένα δίσκο,
Δεν είμαι προφήτης – κι εδώ δεν έχει και μεγάλη σημασία.
Έχω δει τη στιγμή που τρεμοσβήνει η μεγαλοσύνη μου,
Κι έχω δει τον αιώνιο Θυρωρό να μου κρατάει το παλτό, χασκογελώντας,
Και, για να μην πολυλογώ, φοβήθηκα.

Και θ’ άξιζε, μετά απ’ όλα αυτά,
Μετά απ’ τα φλυτζάνια, τη μαρμελάδα, το τσάι,
Μέσα στις πορσελάνες, μέσα στις κουβέντες μας,
Θα άξιζε, ενώ
Πρέπει να καταπιώ μ’ ένα χαμόγελο το θέμα,
Το σύμπαν να συνθλίψω σ’ ένα μπολ,
Να το αλείψω σε μια αμφιβολία ανυπόφορη, θα άξιζε
Να πω: «Είμαι ο Λάζαρος, έρχομαι από τους νεκρούς,
Έρχομαι να σας πω τα πάντα, θα σας πω τα πάντα»-
Αν έλεγες, ταχτοποιώντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι:
«Αυτό δεν είναι αυτό που εννοούσα,
Δεν είναι αυτό καθόλου»
Και θ’ άξιζε εντέλει,
Θ’ άξιζε,
Μετά τα ηλιοβασιλέματα και τις αυλόπορτες και τους ψιχαλισμένους δρόμους,
Μετά τις νουβέλες και τα φλυτζάνια, μετά τις φούστες που σέρνονται στο πάτωμα-
Κι αυτό, και τόσα άλλα;-
Είναι αδύνατον να πω τι εννοώ ακριβώς!
Όμως, σαν κάποιος προβολέας μαγικός που διαπερνώντας τα νεύρα σκιαγραφεί σε μια οθόνη:
Θα άξιζε
Ταχτοποιώντας ένα μαξιλάρι ή ρίχνοντας μια σάρπα,
Και στρέφοντας προς το παράθυρο αν έλεγες:
«Αυτό δεν είναι αυτό,καθόλου,
Δεν είν’ αυτό που εννοούσα!»

Όχι! Δεν είμαι ο Πρίγκηψ Άμλετ, ούτε και είχα πρόθεση να είμαι
Είμαι ένας αξιωματούχος παραστάτης, ένας που θα κάνει
Να σημειωθεί μια πρόοδος, ν’ αρχίσει μια σκηνή ή δυο,
Τον πρίγκηπα να συμβουλέψει, αναμφίβολα εργαλείο βολικό,
Ευλαβικό, ευτυχές που χρησιμοποιείται,
Πολιτικός, προσεχτικός και λεπτολόγος
Όλο ψηλές προτάσεις, όμως λίγο αμβλύνους
Καμιά φορά, πραγματικά, σχεδόν γελοίος –
Καμιά φορά, σχεδόν, ο Γελωτοποιός.

Γερνάω… Γερνάω…
Θα γυρίσω των παντελονιών μου τα μπατζάκια.
Θα χτενίσω προς τα πίσω τα μαλλιά μου; Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Θα φορέσω άσπρο κοστούμι φανελένιο και θα περπατώ στην παραλία.
Έχω ακούσει τις σειρήνες, μία προς μία, να τραγουδούν.

Δε νομίζω πως θα τραγουδήσουνε για μένα.

Να καλπάζουνε στην ακροθαλασσιά, πάνω στα κύματα τις έχω δει
Να χτενίζουνε την άσπρη χαίτη των κυμάτων που ανεμίζει
Όταν ο αέρας τα νερά, λευκά και μελανά, αναρριπίζει.

Στης θάλασσας τα δώματα, με τα θαλασσοκόριτσα
Τα τυλιγμένα φαιοπόρφυρες φυκιάδες, ξεχαστήκαμε
Κι ώσπου να μας ξυπνήσουνε ανθρώπινες φωνές, πνιγήκαμε.

T.S.Eliot –Ποιήματα, μτφρ.  Παυλίνας Παμπούδη, Εκδόσεις Printa

http://www.youtube.com/watch?v=eXsItbsr4o0